Τρωάς

Τρωάς
Αρχαία χώρα, ΒΔ της Μικράς Ασίας, στην περιοχή της Τροίας. Με το όνομα Τ. αναφέρονται και δύο ιστορικά πρόσωπα: η κόρη του βασιλιά των Μολοσσών Νεοπτόλεμου, αδελφή της Ολυμπιάδας, μητέρας του Μεγάλου Αλέξανδρου, και η κόρη του βασιλιά των Μολοσσών Αιακίδη, αδελφή του βασιλιά της Ηπείρου Πύρρου.
* * *
η / Τρῳάς, -άδος, ΝΜΑ, και Τρωάδα Ν, και Τρωϊάς, Α
(στην αρχαιότητα) η χώρα τών Τρώων, που εκτεινόταν στη βορειοδυτική χερσόνησο τής Μικράς Ασίας, όπου δέσποζε το όρος Ίδη και βρισκόταν η ξακουστή πόλη Τροία
2. γυναίκα που καταγόταν ή κατοικούσε στην Τροία
3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Τρωάδες και Τρῳάδες
τίτλος τραγωδίας τού Ευριπίδη
νεοελλ.
φρ. α) «τής Τρωάδας τα κακά ή τα βάσανα» — πολλές και μεγάλες συμφορές
β) «τά κάναμε Τρωάδα» — τά κάναμε θάλασσα, τά κάναμε κεραμιδαρειό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τρώϊος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. Ἰλι-άς). Ο τ. Τρῳάς με συναίρεση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Τρώας — Αρχαία χώρα, ΒΔ της Μικράς Ασίας, στην περιοχή της Τροίας. Με το όνομα Τ. αναφέρονται και δύο ιστορικά πρόσωπα: η κόρη του βασιλιά των Μολοσσών Νεοπτόλεμου, αδελφή της Ολυμπιάδας, μητέρας του Μεγάλου Αλέξανδρου, και η κόρη του βασιλιά των… …   Dictionary of Greek

  • Τρῳάς — Τρῳά̱ς , Τρωιός fem acc pl Τρῳάς fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τρώας — ο ο κάτοικος της Τροίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τρῶας — Τρώς Tros masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Троада — (Τρωας, Troas) в древности область, занимавшая северо зап. угол Малой Азии и имевшая в разное время разные границы. По Страбону, Т. представляла собой полуостров, границы которого определялись рекою Айсепом и прямою линией, соединяющею истоки… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Τρωιάδα — Τρῳάς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τρωιάδας — Τρῳάς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τρωιάδες — Τρῳάς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τρωιάδι — Τρῳάς fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τρωιάδος — Τρῳάς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”